Ιστορία των Λαϊκών Αγορών
Η Ιστορία των Λαϊκών Αγορών
Στις 18 Μαΐου 1929 «έπεσαν» οι επίσημες υπογραφές για την ίδρυση ενός νέου θεσμού, που λειτουργεί μέχρι σήμερα συνεχώς (με εξαίρεση την περίοδο της κατοχής) σε ολόκληρη τη χώρα και αγαπιέται μέχρι σήμερα όχι μόνο από τους πολίτες, τους οποίους βοηθάει καθημερινά γιατί ψωνίζουν καλά προϊόντα και σε χαμηλές τιμές, όσο και από τους παραγωγούς, οι οποίοι μπορούσαν και μπορούν να διαθέτουν τα προϊόντα τους κατευθείαν στους καταναλωτές.
Την εποχή εκείνη η κερδοσκοπία των μεσαζόντων είχε καταντήσει μάστιγα και η οικονομική κρίση βρισκόταν προ των πυλών.
Ο Λευτέρης Σκιαδάς, ιστορικός ερευνητής και δημοσιογράφος σημειώνει σε μια εργασία του για τις λαϊκές αγορές ότι «ο θεσμός εξαπλώθηκε απ’ άκρου εις άκρον σε όλη τη χώρα» καθώς και ότι «ίσως ακόμη και οι οργανωτές του θεσμού να μη γνώριζαν τη δημοφιλία που θα απολάμβανε και τον τρόπο που θα επηρέαζε την καθημερινή ζωή των νεοελλήνων αυτό το εγχείρημα».
Με Προεδρικό Διάταγμα που υπέγραψε ο Παύλος Κουντουριώτης στα τέλη Ιανουαρίου 1929 και καθόριζε τις ημέρες, τους χώρους και τις ώρες (6 π.μ. έως 11 π.μ.), έγινε η αρχή για τις λαϊκές αγορές στις γειτονιές της Αθήνας.
Την Δευτέρα στην πλατεία Κολιάτσου,
την Τρίτη στην οδό Τοσίτσα,
την Τετάρτη στην πλατεία Παγκρατίου,
την Πέμπτη στη λεωφόρο Αλεξάνδρας,
την Παρασκευή στον σταθμό Λαρίσης,
το Σάββατο στην πλατεία Θησείου
και την Κυριακή στο τέρμα της οδού Βεΐκου.
Οι λαϊκές αγορές άρχισαν τη λειτουργία τους με μια απλή αστυνομική διάταξη που διαβάστηκε ακόμη και στις εκκλησίες των χωριών της Αττικής για να ενημερωθούν κυρίως οι παραγωγοί για το νέο εγχείρημα και τα οφέλη του και να πειστούν να μεταφέρουν οι ίδιοι τα προϊόντα τους απευθείας σ’ αυτές.
Για τον ίδιο λόγο προσκλήθηκαν να συμμετέχουν, στέλνοντας εμπορεύματα, και Ενώσεις γεωργικών συνεταιρισμών από Νάξο, Σύρο, Χανιά, Ψαχνά Ευβοίας, Λεωνίδιο, Θήβα, Λιβαδειά κ.α.
Η μακρά παράδοση συναλλαγής παραγωγών με τους εμπόρους είχε δημιουργήσει μια άτυπη μονοπωλιακή και αποκλειστική εκμετάλλευση. Οι υπερτιμήσεις των προϊόντων ήταν τεράστιες και κάθε προσπάθεια αντιμετώπισής τους, με νόμους και αγορανομικές εγκυκλίους, έπεφταν στο κενό.
Ένα από τα «μυστικά» που χρησιμοποίησε η διοίκηση ήταν τα μετρητά, η απευθείας είσπραξη ρευστού εκ μέρους των παραγωγών, οι οποίοι μέχρι τότε έδιναν τα προϊόντα τους στους μεσάζοντες με μακροχρόνιες πιστώσεις.
Κάπως έτσι πείστηκαν κυρίως στην Αττική οι κηπουροί και γεωργοί από τις περιοχές του Αγίου Σάββα, του Ελαιώνα, του Μοσχάτου, του Ρέντη και των Καλυβίων και άρχισαν να ξεκινούν χαράματα από τα προάστια της Αθήνας, πηγαίνοντας τα φρεσκοκομμένα προϊόντα τους στις λαϊκές της Αθήνας.
Αργότερα προστέθηκαν παραγωγοί από το Μαρούσι, το Χαλάνδρι, την Ελευσίνα και το Μενίδι και ακολούθησαν από διάφορες επαρχίες.
Η πρώτη λαϊκή αγορά λοιπόν στήθηκε στις 18 Μαΐου 1929, στην πλατεία Θησείου, ημέρα Σάββατο. Στο τότε υπουργείο Εσωτερικών έπεσαν με τα «μούτρα» για να οργανώσουν την πρώτη λαϊκή αγορά. Όλοι βρίσκονταν σε θέση μάχης, κυρίως λόγω του χειμώνα… αφού όλοι περίμεναν τη βελτίωση του καιρού, για να μπορούν και οι λαχανόκηποι να είναι… αποδοτικοί.
Όλοι περίμεναν, επίσης, να αποφασίσουν οι παραγωγοί τι θα κάνουν… Αν δηλαδή θα άρχιζαν να τροφοδοτούν οι ίδιοι τις λαϊκές ή θα έδιναν τα προϊόντα τους στους μεσάζοντες εμπόρους… οι οποίοι από την πρώτη στιγμή δεν ήθελαν τον νέο θεσμό και υπονόμευαν τη λειτουργία του. Η μέθοδος ήταν και τότε η ίδια όπως σε κάθε τέτοια περίπτωση: απειλούσαν τους παραγωγούς λέγοντας πως θα διέκοπταν τη συνεργασία τους.
Χρειάστηκε λοιπόν η προσωπική παρέμβαση και επιτόπου επίσκεψη του επικεφαλής της Αγορανομικής Υπηρεσίας στα περιβόλια του Αγίου Σάββα, του Ρέντη και της Κολοκυνθούς για να πεισθούν οι παραγωγοί να στείλουν τα προϊόντα τους σ’ εκείνη την πρώτη λαϊκή.
Η παρουσία τού τότε πρωθυπουργού στη λαϊκή του Θησείου ήταν το μεγάλο θέμα εκείνης της ημέρας. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος πήγε στο Θησείο στην πρώτη λαϊκή, ζήτησε ένα ζεμπίλι και πραγματοποίησε μόνος του αγορές, για να χαρίσει στο τέλος όσα αγόρασε σε μια φτωχή γυναίκα της περιοχής.
Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Παναγής Βουρλούμης φωτογραφιζόταν αγοράζοντας λεμόνια και ο δήμαρχος Αθηναίων Σπύρος Πάτσης λαχανικά και πατάτες. Οι τιμές, που δημοσιεύονταν την επομένη στις εφημερίδες, δεν μπορούσαν να αφήσουν κανέναν αδιάφορο.
Το πρόγραμμα εφαρμοζόταν όπως προέβλεπε το Προεδρικό Διάταγμα, αλλά σε ορισμένα σημεία ελαφρά τροποποιημένο. Σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, ο θεσμός των λαϊκών αγορών αποθεωνόταν και ο αριθμός τους είχε διπλασιαστεί. Το «ταξίδι» των λαϊκών αγορών είχε αρχίσει… και αυτές τις μέρες συμπληρώνει τα 90 του χρόνια…Το θεσμικό πλαίσιο τροποποιήθηκε επανειλημμένα, η σύνθεση παραγωγών και προϊόντων άλλαξε σε μεγάλο βαθμό, αλλά αυτό που παραμένει στη συνείδηση του κόσμου είναι ότι οι λαϊκές αγορές έγιναν ένας θεσμός που ακούμπησε τις γειτονιές και αγαπήθηκε από τα νοικοκυριά.